ὕλημα

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕλημα Medium diacritics: ὕλημα Low diacritics: ύλημα Capitals: ΥΛΗΜΑ
Transliteration A: hýlēma Transliteration B: hylēma Transliteration C: ylima Beta Code: u(/lhma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, (ὕλη) mostly in plural, woody plants, especially of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr.HP1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
broussailles, taillis.
Étymologie: ὕλη.

Greek (Liddell-Scott)

ὕλημα: τό, (ὕλη) ὑλήματα λέγονται, ὁ κάλαμος, ὁ νάρθηξ καὶ τὰ ὅμοια, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· προσέτι: τὸ κενταύριον, τὸ ἀψίνθιον, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 5, 1· συνάπτεται τοῖς φρυγανικοῖς καὶ θαμνώδεσι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 3 ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δένδρα καὶ ποώδη, αὐτόθι 4. 4, 5, πρβλ. 9. 16, 4· - ἐντεῦθεν ὑληματικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑλημάτων, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10.

Russian (Dvoretsky)

ὕλημα: ατος τό кустарник Plut.

German (Pape)

τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen θάμνος und βοτάνη stehen, Theophr.; – andere Spätere überhaupt Stoff, Masse.