Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγία

From LSJ
Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγία Medium diacritics: τρυγία Low diacritics: τρυγία Capitals: ΤΡΥΓΙΑ
Transliteration A: trygía Transliteration B: trygia Transliteration C: trygia Beta Code: trugi/a

English (LSJ)

ἡ,
A = τρύξ II, lees, sediment, οἰνηρὰ τρυγία Ph.Bel.86.29, cf. Mim. Oxy.413.55, Gp.7.12.7; τρυγία ἐλαίου Hsch. s.v. τρύγιος; ὄξεος Aret.CA2.3; τρυγία αἵματος Gal.19.490.
2 = τρύξ I, new wine, BGU531i22 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγία: ἡ, = τρύξ, οἴνου Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 677· ἐλαίου Ἡσύχ.· ὄξους Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 251.

Greek Monolingual

τρυγία, η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α τρύξ, τρυγός]
το κατακάθι του κρασιού, τρύξ
νεοελλ.
1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων της κάτω γνάθου καθώς και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. πέτρα τών δοντιών
2. (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η υποστάθμη που σχηματίζεται στο κρασί και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή αλλού όπου αποθηκεύεται το προϊόν για μεγάλο χρονικό διάστημα
3. φρ. «λευκή τρυγία» — βλ. τρυγικός
αρχ.
νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση, γλεύκος, μούστος.

German (Pape)

ἡ, = τρύξ, Geop.