ἀντλίον
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
τό, = ἀντλιαντλητήρ (bucket), Ar. Fr. 470, Epil. 5.
Spanish (DGE)
-ου, τό cubo Ar.Fr.470, Epil.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλίον: τό, = τῷ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 82, Ἐπίλυκος ἐν «Κωραλίσκῳ» 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀντλίον: τό Arph. = ἄντλημα.
German (Pape)
τό, Schöpfeimer, com. B.A. 411.