πιμπλέω

From LSJ
Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]

German (Pape)

ion. = πιμπλάω.