ἀκύκλιος

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύκλιος Medium diacritics: ἀκύκλιος Low diacritics: ακύκλιος Capitals: ΑΚΥΚΛΙΟΣ
Transliteration A: akýklios Transliteration B: akyklios Transliteration C: akyklios Beta Code: a)ku/klios

English (LSJ)

ον, one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene una formación completa, ignorante Pl.Com.251.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύκλιος: -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγκύκλιος, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62.

Greek Monolingual

ἀκύκλιος, -ον (Α) κύκλιος
αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του εγκύκλιος).

German (Pape)

der den gewöhnlichen Jugendunterricht nicht durchgemacht, im Gegensatz des ἐγκύκλιος, Plat. com. bei B.A. 373 = ἀπαίδευτος.