συνωχαδόν

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωχᾰδόν Medium diacritics: συνωχαδόν Low diacritics: συνωχαδόν Capitals: ΣΥΝΩΧΑΔΟΝ
Transliteration A: synōchadón Transliteration B: synōchadon Transliteration C: synochadon Beta Code: sunwxado/n

English (LSJ)

Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of time, perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.

Russian (Dvoretsky)

συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμ-αδόν)].

Greek Monotonic

συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: continuously (Hes. Th. 390, Q. S.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from ἔχω.

Middle Liddell

συνέχω poet. for συνοχηδόν
of time, perpetually, continually, Hes.

German (Pape)

adv., poet. statt συνοχηδόν, von der Zeit, anhaltend, in Einem fort, Hes. Th. 690, od. alsobald, sogleich; vgl. Lobeck Phryn. 701; einzeln bei sp.D., wie Qu.Sm. 14.517.