ἱκετήσιος

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epithet of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213. II suppliant, Nonn. D.36.379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ.ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.

German (Pape)

ὁ, Zeus, der Schutzgott der Schutzflehenden, Od. 13.213. Übh. = ἱκέσιος, Nonn.