συνήχησις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ, sounding in accord, Thphr.Fr.89.8, Ph.2.226, Plu.2.1021b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consonance, accord.
Étymologie: συνηχέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνήχησις: ἡ, τὸ συνηχεῖν, ἠχεῖν ἐν ὁμοφωνίᾳ, Φίλων 2. 226, Πλούτ. 2. 1021Β, Ζωναρᾶ Λεξικ. ἐν λέξ. Ὑμέναιος.
Russian (Dvoretsky)
συνήχησις: εως ἡ созвучие, аккорд Plut.
German (Pape)
ἡ, das Mittönen, Zusammenklingen, Plut. an. procr. 17.