συνηχέω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηχέω Medium diacritics: συνηχέω Low diacritics: συνηχέω Capitals: ΣΥΝΗΧΕΩ
Transliteration A: synēchéō Transliteration B: synēcheō Transliteration C: synicheo Beta Code: sunhxe/w

English (LSJ)

A sound together or sound in accord, τὰ χαλκεῖα καὶ τὰ κέρατα Arist.Aud.801b9, cf. Plu.CG3, Ant.18; τοὺς σαλπικτὰς σ. κελεύσας D.C.51.9.
II ring with, echo to, ὡς συνηχεῖν αὐτοῖς τὴν ἀγοράν Thphr. Char.6.10, cf. Plb.2.29.6, Ph.2.153, al.:—Pass., πόλεις κελάδοις συνηχεῖσθαι Posidon.10 J.
III trans., γυναῖκες συνηχοῦσι κωκυτόν J.BJ 3.7.26.

French (Bailly abrégé)

συνηχῶ :
résonner ensemble ou à l'unisson.
Étymologie: σύν, ἠχέω.

German (Pape)

mit oder zusammen schallen, Plut. Ant. 18; widerhallen, Pol. 2.29.6; in Konsonanzen tönen, Music.

Russian (Dvoretsky)

συνηχέω:
1 вместе звучать (αἱ σάλπιγγες συνηχοῦσαι Plut.);
2 давать отголосок (οἱ τόποι συνηχοῦντες Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνηχέω: ἠχῶ ὁμοῦ ἢ ἐν ὁμοφωνίᾳ, ἐν ἁρμονίᾳ, τὰ χαλκεῖα καὶ τὰ κέρατα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 22, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 3, Ἀντών. 18· τοὺς σαλπιγκτὰς σ. κελεύσας Δίων Κ. 51. 9. ΙΙ. ἠχῶ μετά τινος, ἀντηχῶ, ὥστε συνηχεῖν αὐτοῖς τὴν στοὰν Θεοφρ. Χαρακτ. 6, πρβλ. Πολύβ. 2. 29, 6.

Greek Monotonic

συνηχέω: μέλ. -ήσω,
I. ηχώ μαζί ή σε ταυτοφωνία, σε αρμονία με, σε Πλούτ.
II. ηχώ ως απάντηση σε κάποιον, αντηχώ, αντιλαλώ, με δοτ., σε Θεόφρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to sound together or in unison, Plut.
II. to ring with, echo to, c. dat., Theophr.