συνηχέω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
A sound together or sound in accord, τὰ χαλκεῖα καὶ τὰ κέρατα Arist.Aud.801b9, cf. Plu.CG3, Ant.18; τοὺς σαλπικτὰς σ. κελεύσας D.C.51.9.
II ring with, echo to, ὡς συνηχεῖν αὐτοῖς τὴν ἀγοράν Thphr. Char.6.10, cf. Plb.2.29.6, Ph.2.153, al.:—Pass., πόλεις κελάδοις συνηχεῖσθαι Posidon.10 J.
III trans., γυναῖκες συνηχοῦσι κωκυτόν J.BJ 3.7.26.
French (Bailly abrégé)
συνηχῶ :
résonner ensemble ou à l'unisson.
Étymologie: σύν, ἠχέω.
German (Pape)
mit oder zusammen schallen, Plut. Ant. 18; widerhallen, Pol. 2.29.6; in Konsonanzen tönen, Music.
Russian (Dvoretsky)
συνηχέω:
1 вместе звучать (αἱ σάλπιγγες συνηχοῦσαι Plut.);
2 давать отголосок (οἱ τόποι συνηχοῦντες Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνηχέω: ἠχῶ ὁμοῦ ἢ ἐν ὁμοφωνίᾳ, ἐν ἁρμονίᾳ, τὰ χαλκεῖα καὶ τὰ κέρατα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 22, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 3, Ἀντών. 18· τοὺς σαλπιγκτὰς σ. κελεύσας Δίων Κ. 51. 9. ΙΙ. ἠχῶ μετά τινος, ἀντηχῶ, ὥστε συνηχεῖν αὐτοῖς τὴν στοὰν Θεοφρ. Χαρακτ. 6, πρβλ. Πολύβ. 2. 29, 6.
Greek Monotonic
συνηχέω: μέλ. -ήσω,
I. ηχώ μαζί ή σε ταυτοφωνία, σε αρμονία με, σε Πλούτ.
II. ηχώ ως απάντηση σε κάποιον, αντηχώ, αντιλαλώ, με δοτ., σε Θεόφρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to sound together or in unison, Plut.
II. to ring with, echo to, c. dat., Theophr.