ὑαλόχρους

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλόχρους Medium diacritics: ὑαλόχρους Low diacritics: υαλόχρους Capitals: ΥΑΛΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: hyalóchrous Transliteration B: hyalochrous Transliteration C: yalochrous Beta Code: u(alo/xrous

English (LSJ)

ουν, glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a la couleur du verre.
Étymologie: ὕαλος, χρόα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους).

Greek Monotonic

ὑᾰλόχρους: -ουν (χρόα), αυτός που έχει χρώμα γυαλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑᾰλό-χρους, ουν, χρόα
glass-coloured, Anth.

German (Pape)

ουν, zusammengezogen aus ὑαλόχροος.