κρεοβόρος

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοβόρος Medium diacritics: κρεοβόρος Low diacritics: κρεοβόρος Capitals: ΚΡΕΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kreobóros Transliteration B: kreoboros Transliteration C: kreovoros Beta Code: kreobo/ros

English (LSJ)

ον, fed on flesh, A.Supp.287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meat

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

κρεοβόρος: питающийся мясом (Ἀμαζόνες Aesch. - v.l. κρεόβροτος).

Greek (Liddell-Scott)

κρεοβόρος: -ον, τρεφόμενος διὰ κρέατος, κρεοφάγος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 287, ἐκ διορθώσεως ἐν τῇ τοῦ Butler ἐκδόσει ἀντὶ κρεόβροτος· ― παρὰ Νικήτ. κρεωβ-, ἴδε κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοβόρος, ὁ (Α)
κρεατοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].

German (Pape)

Fleisch essend.