ἐπιθαρσύνω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
Att. ἐπιθαρρύνω, cheer on, encour age,τινά Il.4.183, D.H.10.41, Plu.Mar.36.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπιθαρρύνω.
English (Autenrieth)
encourage, Il. 4.183†.
Greek Monotonic
ἐπιθαρσύνω: [ῡ], Αττ. -ρρύνω, παρακινώ, δίνω θάρρος, τινά, σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθαρσύνω: (ῡ) ободрять (τινά Hom., Plut.).
Middle Liddell
attic -ρρύνω
to cheer on, encourage, τινά Il., Plut.
German (Pape)
= ἐπιθαρρύνω.