συννέφελος

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέφελος Medium diacritics: συννέφελος Low diacritics: συννέφελος Capitals: ΣΥΝΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: synnéphelos Transliteration B: synnephelos Transliteration C: synnefelos Beta Code: sunne/felos

English (LSJ)

ον, = συννεφής, Th.8.42, Alciphr.1.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. συννεφής.
Étymologie: σύν, νεφέλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.

Russian (Dvoretsky)

συννέφελος: Thuc. = συννεφής.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ.
β. «τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ συννεφελα ὄντα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο-νέφελος].

Greek Monotonic

συννέφελος: -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, νεφελώδης· μεταφ., σκυθρωπός, συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συννέφελος: -ον, = συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξύννεφα ὄντα Θουκ. 8. 42, Ἀντιφῶν 1. 10.

Middle Liddell

συν-νέφελος, ον, νεφέλη
cloudy, overcast, Thuc.

English (Woodhouse)

cloudy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξυννέφελα ὄντα, Thuc. 8.42; Alciphr. 1.10.