ἱκανοδότης
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who gives security, BGU1189.3. II one who requites, ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82(vi A.D.).
Greek Monolingual
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.
German (Pape)
ὁ, der Genugtuende, Sp.