κρειοφάγος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
f.l. for κριο-, Nic.Th.50.
Greek (Liddell-Scott)
κρειοφάγος: -ον, κρεοφάγος, σαρκοβόρος, Νικ. Θ. 50· ἴσως ἡμαρτημέν. ἀντὶ κριοφάγος (ὡς κρεῖος ἀντὶ κριός, ἴδε κριός).
Greek Monolingual
κρειοφάγος, -ον (Α)
σαρκοφάγος, σαρκοβόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο
βλ. κρεο- + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. ἔ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο-φάγος.
German (Pape)
p. = κρεωφάγος.