συνομολογία

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομολογία Medium diacritics: συνομολογία Low diacritics: συνομολογία Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: synomología Transliteration B: synomologia Transliteration C: synomologia Beta Code: sunomologi/a

English (LSJ)

ἡ, concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming.

Russian (Dvoretsky)

συνομολογία:соглашение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.

German (Pape)

ἡ, Beistimmung, Übereinkunft, Plat. Soph. 252a und öfter.