λινόστροφος

From LSJ
Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόστροφος Medium diacritics: λινόστροφος Low diacritics: λινόστροφος Capitals: ΛΙΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: linóstrophos Transliteration B: linostrophos Transliteration C: linostrofos Beta Code: lino/strofos

English (LSJ)

ον, A twisted of flax, θῶμιγξ Opp.H.3.76. II -στροφον, τό, = marrubium, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόστροφος: -ον, συνεστραμμένος ἐκ λίνου, θῶμιγξ Ὀππ. Ἁλ. 3. 76.

Greek Monolingual

λινόστροφος, -ον (Α)
1. πλεγμένος με λινάρι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινόστροφον
το φυτό πράσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στροφος (< στρέφω), πρβλ. αργό-στροφος, εύ-στροφος].

German (Pape)

aus Flachs gedreht, geflochten, θῶμιγξ, Opp. Hal. 3.76.