αἱμυλομήτης

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμῠλομήτης Medium diacritics: αἱμυλομήτης Low diacritics: αιμυλομήτης Capitals: ΑΙΜΥΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: haimylomḗtēs Transliteration B: haimylomētēs Transliteration C: aimylomitis Beta Code: ai(mulomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, of winning wiles, h.Merc.13.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astuta de Hermes h.Merc.13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l'art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

μήτις
of winning wiles, Hhymn.

German (Pape)

ὁ, von einschmeichelnder List, H.h. Merc. 13; einige mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυθον, Ilgen αἰσυλομήτην.