καταστολίζω
From LSJ
English (LSJ)
clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.
French (Bailly abrégé)
vêtir, particul. parer.
Étymologie: κατά, στολίζω.
Russian (Dvoretsky)
καταστολίζω: одевать, наряжать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.
Greek Monolingual
(Α καταστολίζω)
στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα.
German (Pape)
bekleiden, ankleiden, Plut. am. et ad. discr. 36 und andere Spätere