κακορρέκτης

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥέζω) evil-doer, A.R.3.595.

Greek Monolingual

κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α)
αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβήςκακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].

German (Pape)

ὁ, Übelthäter, Ap.Rh. 3.595 und andere Spätere