τραχηλόσιμος
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον, bull-necked, Com.Adesp.908.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλόσῑμος: -ον, ὁ βραχὺν τὸν τράχηλον ἔχων, ὡς ὁ ταῦρος, «κοντολαίμης», ἐν τοῖς Α. Β. 65.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κοντό λαιμό, κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + σιμός «πλακουτσομύτης»].
German (Pape)
[ῑ], mit kurzem Halse, Phryn. in B.A. 65.