μαλακογνώμων

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, gen. ονος, mild of mood, A.Pr.190 (anap.); gloss on εὔκολος, Sch.Ar.Ra. 82.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère doux, facile.
Étymologie: μαλακός, γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκογνώμων: 2, gen. ονος мягкий, снисходительный, кроткий Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκογνώμων: -ον, μαλακὸς τὴν γνώμην, τὴν διάθεσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 188, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 82.

Greek Monolingual

μαλακογνώμων, -ον (Α)
ενδοτικός, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, λεπτογνώμων.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκογνώμων: -ον (γνώμη), μετριοπαθής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκο-γνώμων, ον, γνώμη
mild of mood, Aesch.

German (Pape)

ον, weiches, sanftes Sinnes, sanftmütig, Aesch. Prom. 188.