συνυποφύομαι
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
Pass., grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.
French (Bailly abrégé)
f. συνυποφύσομαι, ao.2 συνυπέφυν, etc.
naître ou croître ensemble dessous.
Étymologie: σύν, ὑποφύομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνυποφύομαι: одновременно вырастать (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.
Greek Monolingual
Α
φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»].
German (Pape)
(φύω), mit od. zugleich darunter wachsen, nachwachsen, mit darunter entstehen, Plut. S. N. V. 9.