ὑποφραδμοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suggestion, conseil.
Étymologie: ὑπό, φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφραδμοσύνη:увещание, совет (Hes. - v. l. к σῇσι δ᾽ ἐπιφροσύνῃσι).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφραδμοσύνη: ἡ, παραίνεσις, συμβουλή, σῇς δ’ ὑποφραδμοσύνῃσιν Ἡσ. Θεογ. 658· ἄλλως: σῇσιν ἐπιφροσύνῃσιν.

Greek Monotonic

ὑποφραδμοσύνη: ἡ (φράδμων), παραίνεση, συμβουλή, νουθεσία, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑπο-φραδμοσύνη, ἡ, φράδμων
suggestion, counsel, Hes.

German (Pape)

ἡ, Zureden, Anraten, im plur. Hes. Th. 658, l.d.