ὑποφραδμοσύνη
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
suggestion, conseil.
Étymologie: ὑπό, φράζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφραδμοσύνη: ἡ увещание, совет (Hes. - v. l. к σῇσι δ᾽ ἐπιφροσύνῃσι).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφραδμοσύνη: ἡ, παραίνεσις, συμβουλή, σῇς δ’ ὑποφραδμοσύνῃσιν Ἡσ. Θεογ. 658· ἄλλως: σῇσιν ἐπιφροσύνῃσιν.
Greek Monotonic
ὑποφραδμοσύνη: ἡ (φράδμων), παραίνεση, συμβουλή, νουθεσία, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑπο-φραδμοσύνη, ἡ, φράδμων
suggestion, counsel, Hes.