αἰσχρορρημοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:12, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρορρημοσύνη Medium diacritics: αἰσχρορρημοσύνη Low diacritics: αισχρορρημοσύνη Capitals: ΑΙΣΧΡΟΡΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aischrorrēmosýnē Transliteration B: aischrorrēmosynē Transliteration C: aischrorrimosyni Beta Code: ai)sxrorrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, = αἰσχρολογία, D.Ep.4.11, Phld. Rh.1.175 S., Oenom. ap. Eus.PE5.32 (pl.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
lenguaje obsceno D.Ep.4.11, αἰ. καὶ δυσφημία Phld.Rh.1.175, Ἀρχίλοχος ... αἰσχρορρημοσύναις ... κεχρημένος Eus.PE 5.32, ποιεῖσθαι αἰσχρορρημοσύνας representar obscenidades Porph.Ep.Aneb.1.2.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρορρημοσύνη: ἡ Dem. = αἰσχρολογία.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρορρημοσύνη: ἡ, = αἰσχρολογία, Δημ. Ἐπιστ. 1489. 8.

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρορρημοσύνη) αἰσχρορρήμων
η αισχρολογία.

German (Pape)

ἡ, Dem. ep. 4, und Sp. = αἰσχρολογία.