κακηπελία

From LSJ
Revision as of 18:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκηπελία Medium diacritics: κακηπελία Low diacritics: κακηπελία Capitals: ΚΑΚΗΠΕΛΙΑ
Transliteration A: kakēpelía Transliteration B: kakēpelia Transliteration C: kakipelia Beta Code: kakhpeli/a

English (LSJ)

Ep. κακηπελίη, ἡ, evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.

German (Pape)

[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Gegensatz εὐηπελία.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.

Greek Monolingual

κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.