οὐλόκομος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον, = οὐλόθριξ (with crisp, curly hair), Alex.324, Heph.Astr.2.2.
German (Pape)
[Seite 413] kraushaarig; Alexis bei Poll. 2, 23; Gegensatz von τετανόθριξ, S. Emp. adv. math. 7, 267.
Greek Monolingual
οὐλόκομος, -ον (Α)
σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].
Russian (Dvoretsky)
οὐλόκομος: с курчавыми волосами Sext.