προποδισμός
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ὁ, A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67. II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, das Vorwärtsschreiten, Gegensatz ἀναποδισμός, Moderat. bei Stob. ecl. 1, 2, 8; von den Gestirnen, Nicom. arithm. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προποδισμός: ὁ, τὸ βαδίζειν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἴδε ἀναποδισμός· ἐπὶ πλανητῶν ἀστέρων, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 5.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ προποδίζω
1. πορεία προς τα εμπρός, πρόοδος («ὰριθμός ἐστι πρόοδος πλήθους», Θέων Σμ.)
2. (σχετικά με τους πλανήτες) ευθεία, σύμμετρη κίνηση.