ἀκολάκευτος

From LSJ
Revision as of 19:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκολάκευτος Medium diacritics: ἀκολάκευτος Low diacritics: ακολάκευτος Capitals: ΑΚΟΛΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akolákeutos Transliteration B: akolakeutos Transliteration C: akolakeftos Beta Code: a)kola/keutos

English (LSJ)

ον, A not liable to flattery, οὐσία, τροφή, Pl.Lg.729a, Them.Or.6.97b; not pampered, σώματα Max.Tyr.23.1. II Act., not flattering, λόγοι Id.31.6; θεραπεία Jul.Or.2.86b; ψῆφος Them.Or.2.27b. Adv. -τως Cic.Att.13.51.1, Ph.1.449.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no adulado, no mimado σώματα Max.Tyr.17.1.
2 que no atrae aduladores οὐσία Pl.Lg.729a, τροφή Them.Or.6.81b.
3 que no se deja adular ἀνήρ M.Ant.1.16.4, κολακεύων ἀκολάκευτον Ph.1.195.
4 que no adula λόγοι Max.Tyr.25.6, θεραπεία Iul.Or.3.86b, ψῆφος Them.Or.2.27b.
II adv. -ως sin adulación προσελθεῖν Ph.1.449, scripsi Cic.Att.349.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non flatté de, insensible à la flatterie.
Étymologie: , κολακεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκολάκευτος: (λᾰ) недоступный для лести Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκολάκευτος: -ον, ὁ μὴ διὰ κολακειῶν διαφθειρόμενος, Πλάτ. Νόμ. 729Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ. οὕτως ἐπίρρ. -τως, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 51, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκολάκευτος, -ον) κολακεύω
εκείνος που δεν παρασύρεται ή δεν διαφθείρεται με κολακείες
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δεν έχουν κολακέψει
αρχ.
όποιος δεν κολακεύει τους άλλους, δεν επιδιώκει να κολακέψει.

German (Pape)

ungeschmeichelt, nicht Schmeicheleien offen stehend, Plat. Legg. V.729a; oft Plut., z.B. Mar. 42; Sp. nicht schmeichelnd, neben ἀθώπευτος, Teles Stob. 97.31 E.
• Adv. ἀκολακεύτως, ohne Schmeichelei, Cic. Att. 13.51.