σφαδασμός
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Middle Liddell
σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]
a spasm, convulsion, twitching, Plat.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰδασμός: ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.
Greek Monotonic
σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.
German (Pape)
ὁ, das Zucken, Zappeln, jede heftige, bes. krampfhafte Bewegung des Körpers aus Schmerz, Unwillen, Ungeduld und dgl., σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης Plat. Rep. IX.579e; Vetera Lexica.