Κρόνια
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ων, τά, v. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Κρόνια: τά (sc. ἱερά)
1 Кронии (празднества в честь Крона в Афинах в 12-й день месяца Ἑκατομβαιών, см. Κρόνιος I, 2 Dem.;
2 римск. праздник Сатурналий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνια: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
Greek Monotonic
Κρόνια: -ων, τά, βλ. Κρόνιος.