κωδωνόκροτος

From LSJ
Revision as of 14:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνόκροτος Medium diacritics: κωδωνόκροτος Low diacritics: κωδωνόκροτος Capitals: ΚΩΔΩΝΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: kōdōnókrotos Transliteration B: kōdōnokrotos Transliteration C: kodonokrotos Beta Code: kwdwno/krotos

English (LSJ)

ον, of or with jingling bells, σάκος S.Fr.859 (lyr.); κ. κόμποι E.Rh.383 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1541] od. richtiger mit Ellendt κωδωνοκρότος, mit Glocken, Schellen tönend; σάκος, Soph. frg. 738, ein Schild, am Rande mit Schellen versehen, um dem Feinde Schrecken einzuflößen; κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους Eur. Rhes. 383, kann auch Trompetengeschmetter sein. Vgl. κώδων.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
qui fait un bruit de cloches ou de grelots.
Étymologie: κώδων, κροτέω.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνόκροτος:
1 звенящий своими колокольчиками (σάκος Soph.);
2 издающий звон, бряцающий (κόμποι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνόκροτος: -ον, κωδωνίζων, ἠχῶν ὡς εἰ εἶχε κώδωνας, σάκος Σοφ. Ἀποσπ. 738, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 386· κ. κόμποι Εὐρ. Ρῆσ. 384.

Greek Monolingual

κωδωνόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κροτος (πρβλ. φιλόκροτος, χαλκόκροτος)].

Greek Monotonic

κωδωνόκροτος: -ον, αυτός που κουδουνίζει, όπως με κουδούνια, σε Ευρ.

Middle Liddell

κωδωνό-κροτος, ον
ringing, jingling, as with bells, Eur.