συναντιλαμβάνομαι

Revision as of 16:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

Med., A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.). II c. dat., take part with, help, LXX Ex.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.

Russian (Dvoretsky)

συναντιλαμβάνομαι:
1 помогать добыть (τῆς ἐλευθερίας Diod.);
2 быть в помощь, помогать (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT).

English (Strong)

from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.

English (Thayer)

2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).

Greek Monolingual

ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].

Greek (Liddell-Scott)

συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).

Chinese

原文音譯:sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:同-交換-取得
字義溯源:同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντιλαμβάνω)=援助)組成,而 (ἀντιλαμβάνω)由(ἀντί)*=相對)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字參讀 (λαμβάνω)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編
1) 幫助(1) 羅8:26;
2) 來幫助(1) 路10:40

French (New Testament)

aider
[σύν, ἀντιλαμβάνω]