χλωρότης

From LSJ
Revision as of 17:04, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωρότης Medium diacritics: χλωρότης Low diacritics: χλωρότης Capitals: ΧΛΩΡΟΤΗΣ
Transliteration A: chlōrótēs Transliteration B: chlōrotēs Transliteration C: chlorotis Beta Code: xlwro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A greenness, ὕλης Plu.Flam.3; yellowness, χρυσίου LXX Ps.67(68).14; freshness, Sch.Opp.H.2.495. II pale colour, of gold mixed with silver, Plu.2.952c; pallor, νοσώδης χ. ib.395c.

German (Pape)

[Seite 1361] ητος, ἡ, 1) das Grünsein od. Grünen, bes. von Pflanzen, ὕλης Plut. Flam. 3. – 2) die blasse Farbe, die Blässe, Hippocr. – 3) das frische Aussehen, die Jugendlichkeit, Sp.

French (Bailly abrégé)

ότητος (ὁ) :
1 couleur d'un vert pâle ; p. ext. couleur blême, pâleur;
2 verdeur, fraîcheur, vigueur.
Étymologie: χλωρός.

Russian (Dvoretsky)

χλωρότης: нестяж. χλοερότης, ητος ἡ
1 зеленый цвет, зелень (τῶν φυτῶν Arst.; τῆς ὕλης Plut.);
2 бледность (χ. νοσώδης Plut.);
3 свежесть (ἀνθέων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χλωρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ ἰδιότης, τὸ πράσινον χρῶμα, τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. ὠχρότης, αὐτόθι 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).

Greek Monotonic

χλωρότης: -ητος, ἡ, πρασινάδα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χλωρότης, ητος, ἡ,
greenness, Plut.