ἁπτικός

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτικός Medium diacritics: ἁπτικός Low diacritics: απτικός Capitals: ΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haptikós Transliteration B: haptikos Transliteration C: aptikos Beta Code: a(ptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτομαι) A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27. 2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C. 3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.

German (Pape)

[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτικός:
1 осязательный (αἴσθησις Arst.);
2 соприкасающийся (τὰ ἀλλήλων ἁπτικά Arst.);
3 (хорошо), осязающий (ἡ γλῶττα ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁπτικός, -ή, -όν) άπτω, -ομαι]]
αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική ικανότητα»)
αρχ.
ο ικανός να έρχεται σε επαφή με κάποιον ή κάτι.