ἐκνέμομαι

From LSJ
Revision as of 18:06, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

French (Bailly abrégé)

f. ἐκνεμοῦμαι, ao. Pass. ἐξενεμήθην;
mener paître ; conduire au dehors.
Étymologie: ἐκ, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνέμομαι:
1 досл. пасти, перен. питать: μηδεμιᾶς λύπης τὴν διάνοιαν ἐ. Luc. никакой печалью не омрачать своего настроения;
2 уходить: ἄψορρον πόδα ἐ. Soph. уходить обратно.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνέμομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. ἐξενεμήθην· ― καταβόσκομαι, καταβιβρώσκω, Λατ. depascor, τι Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 1· λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, οὐκ ἄψορρον ἐκνεμεῖ πόδα; Σοφ. Αἴ. 369, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 27.

Greek Monotonic

ἐκνέμομαι: Μέσ. με Παθ. αόρ. αʹ ἐξενεμήθην, βγάζω για βοσκή· μεταφ., ἐκνέμεσθαι πόδα, στρέφω, γυρίζω, στρίβω το πόδι κάποιου, δηλ. απομακρύνω κάποιον, σε Σοφ.

Middle Liddell

Mid. with aor1 pass. ἐξενεμήθην
to go forth to feed: metaph., ἐκνέμεσθαι πόδα to turn away one's foot, Soph.