θυροκοπέω
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
A knock at the door, break it open, esp. as a drunken feat, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι κτλ. Ar.V.1254; θυροκοπῶν ὦφλεν δἰκην Antiph.239, cf. Chor.inHermes17.232. 2 metaph., knock as at a door, θ. τῇ χειρὶ τὴν πλευράν [τινος] Plu.2.503a; ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θ. Alciphr.3.70.
German (Pape)
[Seite 1227] an die Thür klopfen, um eingelassen zu werden, Ar. Vesp. 1254; bes. an die Thür der Geliebten klopfen, ἐπικωμάζειν erkl. B. A. 42, 31; Antiphan. bei Stob. floril. 116, 26; Sp. auch τὴν πλευρὰν τῇ χειρί, Plut. de garrul. 2, u. ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα ἐθυροκόπει, Alciphr. 3, 70.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 frapper à la porte pour entrer;
2 p. ext. frapper à petits coups.
Étymologie: θυροκόπος.
Russian (Dvoretsky)
θῠροκοπέω:
1 стучаться в дверь (θυροκοπῆσαι καὶ πατάξαι Arph.);
2 стучать, постукивать (τῇ χειρὶ τὴν πλευράν τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠροκοπέω: κτυπῶ τὴν θύραν, ἀνοίγω αὐτὴν βιαίως, ἰδίως ἐπὶ μεθύσου, ἀπὸ γὰρ οἴνου γίγνεται καὶ θυροκοπῆσαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1254· θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 71. 2) κτυπῶ οὕτως ὡς εἰ ἔκρουον θύραν. θ. τὴν πλευράν τινος Πλούτ. 2. 503Α· ὁ λιμὸς τὴν γαστέρα θυρ. Ἀλκίφρ. 3. 70.
Greek Monotonic
θῠροκοπέω: μέλ. -ήσω, χτυπώ την πόρτα για να ανοίξει, κρούω τη θύρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θῠροκοπέω, fut. -ήσω
to knock at the door, break it open, Ar. [from θῠροκόπος]