καθαρειότης
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
English (LSJ)
later καθαριότης, -ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt. 2.37, X. Mem. 2.1.22; purity, διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist. EN 1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr. Sens. 48; purity of language, Plu. Lyc. 21, S.E. M. 1.176.
scrupulousness, moral integrity, IG 4.1 (Aegina, ii BC), OGI 339.14 (Sestos, ii BC).
elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους… [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu. 2.693b, cf. 142a, Crass. 3; opp. λιτότης, Hierocl. in CA 17 p. 457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu. 2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib. 67e.
German (Pape)
[Seite 1281] ητος, ἡ, = καθαριότης, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρειότης: ἡ, = καθαριότης, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 9, Εὐστ. Πονημάτ. 279. 11.
Greek Monolingual
καθαρειότης, ἡ (Α)
βλ. καθαριότητα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαρειότης en καθαριότης -ητος, ἡ [καθάρειος] reinheid, netheid:. περιτάμνονται καθαρειότητος εἵνεκεν zij laten zich besnijden voor de hygiëne Hdt. 2.37.2. aantrekkelijkheid, charme:. ἡ δ’ εὐτέλεια τὴν καθαριότητα... ἡδίονα πολυτελοῦς εἶχε de eenvoud (van de maaltijd) had een charme die aangenamer was dan een duur maal Plut. Crass. 3.1.