πιπίσκω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
Hp.Mul.1.63, Luc.Lex.20: fut. πίσω [ῑ] Pi.I.6(5).74, Eup.115: aor. ἔπῑσα Hp.Mul.1.59, al., prob. in Arist.EN1111a14 (for παίσας), (ἐν-) Pi.Fr.111 (πιπίσαι is f.l. in Hp.Fract.36):—Med., aor. ἐπῑσάμην (ἐν-) Nic.Th.573,877, etc.:—Pass., aor. ἐπίσθην (ἐν-) ib.624:—causal of πίνω, give to drink, Hp.Acut.2, Aret.CA1.1, etc.: c. dupl. acc., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ I will make them drink the water of Dirce, Pi.I.l.c.; π. τινά τινος Luc. l.c.: c. dat. et acc., ταύτῃσι γάλα Hp.Mul.1.63.
German (Pape)
[Seite 617] fut. πίσω, aor. ἔπισα, zu trinken geben, tränken; Hippocr. u. Sp., wie Luc. Lexiph. 20, wo es mit dem gen. verbunden ist, τινὰ τοῦ φαρμάκου. – Das fut. bei Pind. I. 5, 74, πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ; auch Eupol. bei E. M. 673, 23.
French (Bailly abrégé)
f. πίσω, ao. ἔπισα;
donner à boire;
Moy. πιπίσκομαι m. sign. : τινός τινα faire boire de qch à qqn.
Étymologie: R. Πι, avec redoubl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιπίσκω [πίνω] aor. ἔπῑσα; fut. πῑ́σω, drenken, doen drinken, te drinken geven.
Russian (Dvoretsky)
πῐπίσκω: [causat. к πίνω (fut. πίσω с ῑ, aor. ἔπῑσα) давать пить, поить (τινὰ ἁγνὸν ὕδωρ Pind.; τινὰ τοῦ φαρμάκου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πῐπίσκω: Ἱππ. 612. 15., 614. 3, Λουκ.· μέλλ. πίσω [ῐ] Πίνδ. ἔνθα κατωτ., Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 24· ἀόρ. ἔπῑσα Ἱππ. 611. 27, (ἐν-) Πινδ. Ἀποσπ. 77· παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775 πιπίσαι. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπισάμην (ἐν-) Νικ. Θηρ. 573, 877, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐπίσθην (ἐν-) αὐτόθι 624. Μεταβατικὸν ἐνεργ. τοῦ πίνω, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, κτλ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ, θὰ κάμω αὐτοὺς νὰ πίωσι τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, θὰ ποτίσω αὐτούς, Πινδ. Ι. 6 (5). 108· π. τινά τινος Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1, Λουκ. Λεξιφ. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.
English (Slater)
πιπίσκω (fut. πσω.) offer to drink πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ (τουτέστι τῷ ἐμῷ ῥεύματι ἤτοι τῷ ποιήματι ποτιῶ αὐτούς Σ.) (I. 6.74)
Greek Monolingual
Α
(μτβ.) δίνω σε κάποιον να πιει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πῑ- του ἔ-πισα (αόρ. του πίνω) με ενεστ. διπλασιασμό πι- και επίθημα -σκω (πρβλ. βι-βά-σκω)].
Greek Monotonic
πῐπίσκω: μέλ. -πίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἔπῑσα — Μτβ. ενεργείας του πίνω, δίνω σε κάποιον να πιει, πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ, θα τους κάνω να πιουν το νερό της Δίρκης, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[Causal of πίνω
to give to drink, πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ I will make them drink the water of Dirce, Pind.