ὀνοτάζω

From LSJ
Revision as of 20:12, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτάζω Medium diacritics: ὀνοτάζω Low diacritics: ονοτάζω Capitals: ΟΝΟΤΑΖΩ
Transliteration A: onotázō Transliteration B: onotazō Transliteration C: onotazo Beta Code: o)nota/zw

English (LSJ)

like ὄνομαι, blame, h.Merc.30; σκολιῶς ὀ. Hes.Op.258 :— Med., γάμον ὀνοταζόμεναι abominating it, A.Supp.10codd. ὀνοτ-αστός, ή, όν, οὐκ ὀ. not to be made light of, prob. cj. in h.Ven.254.

German (Pape)

[Seite 350] = ὄνομαι, tadeln, schmähen; H. h. Merc. 30; σκολιῶς, Hes. O. 260. – Eben so im med., γάμον ὀνοταζόμεναι, verschmähend, Aesch. Suppl. 10; Ion bei Phot., der ἐκφαυλίζεσθαι erkl.

French (Bailly abrégé)

injurier, traiter avec mépris;
Moy. ὀνοτάζομαι m. sign.
Étymologie: ὄνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτάζω: тж. med. с презрением или с негодованием отвергать (σύμβολον HH; γάμον Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτάζω: ὡς τὸ ὄνομαι, μέμφομαι, ψέγω, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.

Greek Monolingual

ὀνοτάζω (Α) ονοτός
(ποιητ.. τ.)
1. όνομαι, μέμφομαι, ψέγω
2. μέσ. ονοτάζομαι
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὀνοτάζω: = ὄνομαι, κατηγορώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀνοτάζω, = ὄνομαι
to blame, Hhymn., Hes.