φλύζω
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
v. φλύω.
German (Pape)
[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.
Greek (Liddell-Scott)
φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.
Greek Monolingual
Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα -jω (βλ. και λ. φλύω)].
Greek Monotonic
φλύζω: βλ. φλύω.
Mantoulidis Etymological
(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.