συνορέω

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορέω Medium diacritics: συνορέω Low diacritics: συνορέω Capitals: ΣΥΝΟΡΕΩ
Transliteration A: synoréō Transliteration B: synoreō Transliteration C: synoreo Beta Code: sunore/w

English (LSJ)

to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).

Greek Monotonic

συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.

Middle Liddell

fut. ήσω σύνορος
to be conterminous, Polyb.

German (Pape)

mit angrenzen, Pol. 5.55.1.