γυιαρκής

From LSJ
Revision as of 13:47, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιαρκής Medium diacritics: γυιαρκής Low diacritics: γυιαρκής Capitals: ΓΥΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: gyiarkḗs Transliteration B: guiarkēs Transliteration C: gyiarkis Beta Code: guiarkh/s

English (LSJ)

ές, strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.

Spanish (DGE)

-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.

Russian (Dvoretsky)

γυιαρκής: укрепляющий члены, т. е. освежающий (νωδυνία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.

English (Slater)

γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)

Greek Monolingual

γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt.