νωδυνία

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωδῠνία Medium diacritics: νωδυνία Low diacritics: νωδυνία Capitals: ΝΩΔΥΝΙΑ
Transliteration A: nōdynía Transliteration B: nōdynia Transliteration C: nodynia Beta Code: nwduni/a

English (LSJ)

ἡ, relief from pain, τέκτονα νωδυνίας Pi.P.3.6, cf. Theoc. 17.63.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cessation ou absence du sentiment de la douleur.
Étymologie: νώδυνος.

German (Pape)

ἡ, Schmerzlosigkeit, Unempfindlichkeit gegen Schmerz; τέκτονα νωδυνιᾶν ἅμερον γυιαρκέων, Pind. P. 3.6; κὰδ δ' ἄρα πάντων νωδυνίαν κατέχευε μελῶν, Theocr. 17.63.

Russian (Dvoretsky)

νωδῠνία:
1 отсутствие боли, безболезненность Theocr.;
2 болеутоляющее средство Pind.

Greek (Liddell-Scott)

νωδῠνία: ἡ, ἀνωδυνία, ἀπονία, ἡ τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις, Θεόκρ. 17. 63· τέκτονα νωδυνιᾶν, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Πινδ. Π. 3. 11.

English (Slater)

νωδῠνία relief from pain τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann metr. gr.) (P. 3.6)

Greek Monolingual

νωδυνία, ἡ (Α) νώδυνος
λύτρωση από τις οδύνες, από τους πόνους.

Greek Monotonic

νωδῠνία: ἡ,
I. απαλλαγή από τον πόνο, σε Θεόκρ.
II. καταπραϋντικό, αναλγητικό φάρμακο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

νωδῠνία, ἡ,
I. ease from pain, Theocr.
II. an anodyne, Pind. [from νώδῠνος]