διαλλακτήρ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, mediator, A.Th.908 (lyr.), OGI 43.2 (iii B.C.), D.H.2.76, App.Mac.4, Poll.1.153.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 conciliador, mediador διαλλακτῆρι δ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις el conciliador no (deja de merecer) el reproche de sus amigos A.Th.908.
2 polít. y jur. árbitro, mediador δικαστὰς καὶ διαλλ[ακτῆρας τοὺ] ς διακρι<ν>οῦντας περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.2 (III a.C.), εἴ τις αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους συνέστη πόλεμος διαλλακτῆρας ἐποιοῦντο Ῥωμαίους D.H.2.76, cf. App.Mac.4.
German (Pape)
[Seite 587] ῆρος, ὁ, Aussöhner, Friedensstifter, Aesch. Spt. 908; Dion. Hal. 2, 76.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conciliateur, médiateur, arbitre.
Étymologie: διαλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλλακτήρ -ῆρος, ὁ [διαλλάττω] bemiddelaar.
Russian (Dvoretsky)
διαλλακτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = διαλλακτής.
Greek Monotonic
διαλλακτήρ: ὁ, διαμεσολαβητής, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλακτήρ: ὁ, μεσίτης πρὸς διαλαγήν, συνδιαλλακτής, Ἡρόδ. 4. 161, Αἰσχύλ. Θήβ. 908.
Middle Liddell
[from διαλάσσω]
a mediator, Hdt., Aesch.