δήμευσις
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
εως, ἡ, confiscation of property, θάνατον ἢ φυγὴν ἢ δ. χρημάτων IG12.101.7, cf. Pl.Prt.325c (pl.), D.17.15; δήμευσις alone, Arist. Pol.1298a6; δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν D.21.43; τῆς οὐσίης SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
confiscación, incautación pública de bienes, esp. en cont. polít. o judicial, abs. θάνατος καὶ φυγὴ καὶ δ. Arist.Pol.1298a6, σφαγὰς ... ἢ ἐλάσεις ἢ δημεύσεις Luc.Phal.1.3, cf. Plu.2.782c, ὥστε ἐκ τῆς συκοφαντίας αὐτοῦ παθεῖν με δήμευσιν καὶ θλίψιν POxy.2267.8 (IV d.C.), cf. 1101.25 (IV d.C.), IEphesos 39.23 (VI d.C.), φυγαὶ καὶ δημεύσεις Gr.Nyss.Eun.1.123, cf. Basil.Hex.5.2 (p.286), Gr.Naz.M.35.1209C, Synes.Ep.66 (p.113.10), Pall.V.Chrys.20.609
•frec. c. gen. δ. χρημάτων Pl.Prt.325c, IG 13.96.7 (V a.C.), Arist.Ath.67.5, δ. τῶν ὑπαρχόντων D.21.43, cf. 17.15, Isoc.18.19, δ. τῆς οὐσίης IMylasa 2.10 (IV a.C.), D.S.18.65, cf. Socr.Ep.7.5, δ. τῶν ὄντων Hld.2.9.3, cf. 6.2.3, δ. περιουσίας App.BC 1.73, κτημάτων ὧν ἐκέκτηντο δημεύσεις D.H.5.13, cf. Lib.Or.22.24, Eus.VC 1.55.3.
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
confiscation.
Étymologie: δημεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήμευσις -εως, ἡ [δημεύω] verbeurdverklaring.
Russian (Dvoretsky)
δήμευσις: εως ἡ обращение в доход государства, конфискация (χρημάτων Plat.; φυγὴ καὶ δ. Arst.; δημεύσεις οὐσιῶν Plut.): ἀειφυγίᾳ καὶ δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Dem. приговорить к пожизненному изгнанию с конфискацией имущества.
Greek (Liddell-Scott)
δήμευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d.
Greek Monotonic
δήμευσις: -εως, ἡ, κατάσχεση περιουσίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
confiscation of one's property, Plat.
Translations
confiscation
Arabic: اِسْتِيلَاء; Belarusian: канфіскацыя; Bulgarian: конфискация; Catalan: confiscació; Chinese Mandarin: 沒收, 没收, 充公; Czech: konfiskace; Danish: konfiskation, konfiskering; Dutch: confiscatie, verbeurdverklaring; Esperanto: konfisko; Finnish: takavarikko; French: confiscation; German: Konfiszierung, Konfiskation; Greek: κατάσχεση; Hungarian: elkobzás; Italian: confisca; Japanese: 没収; Occitan: confiscacion; Polish: konfiskata; Portuguese: confisco, confiscação; Russian: конфискация, реквизиция; Spanish: confiscación, comiso, decomiso; Swedish: konfiskering; Turkish: el koymak, haciz, müsadere; Ukrainian: конфіскація; Welsh: siêd