κεκραγμός

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκραγμός Medium diacritics: κεκραγμός Low diacritics: κεκραγμός Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: kekragmós Transliteration B: kekragmos Transliteration C: kekragmos Beta Code: kekragmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κέκραγμα (scream, cry), E. IA 1357, Plu. 2.654f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.

Russian (Dvoretsky)

κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.

Greek Monolingual

κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].

Greek Monotonic

κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».

Middle Liddell

κεκραγμός, οῦ, = κέκραγμα, Eur.]