πλάνιος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. for πλάνος, AP7.715 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 625] poet. statt πλάνος, πλανίων ἄβιος βίος, Leon. Tar. 100 (VII, 715).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνιος -ον [~ πλάνος] zwervend.
Russian (Dvoretsky)
πλάνιος: (ᾰ) ὁ странник, скиталец: πλανίων ἄβιος βίος Anth. ужасная жизнь скитальцев.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) πλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλάνος.
Greek Monotonic
πλάνιος: -ον, ποιητ. αντί πλάνος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πλάνος, Ἀνθ. Π. 7. 715.