πλάνιος

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάνιος Medium diacritics: πλάνιος Low diacritics: πλάνιος Capitals: ΠΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: plánios Transliteration B: planios Transliteration C: planios Beta Code: pla/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for πλάνος, AP7.715 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 625] poet. statt πλάνος, πλανίων ἄβιος βίος, Leon. Tar. 100 (VII, 715).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάνιος -ον [~ πλάνος] zwervend.

Russian (Dvoretsky)

πλάνιος: (ᾰ) ὁ странник, скиталец: πλανίων ἄβιος βίος Anth. ужасная жизнь скитальцев.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) πλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλάνος.

Greek Monotonic

πλάνιος: -ον, ποιητ. αντί πλάνος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πλάνος, Ἀνθ. Π. 7. 715.

Middle Liddell

πλάνιος, ον, [poetic for πλάνος, Anth.]