ποιημάτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ποίημα, Id.Cic. 2, Longin.33.5.
German (Pape)
[Seite 648] τό, dim. von ποίημα, Sp., wie Luc. Philopatr. 13 Plut. Cic. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit poème.
Étymologie: ποίημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιημάτιον -ου, τό [ποίημα] gedichtje.
Russian (Dvoretsky)
ποιημάτιον: (ᾰ) τό небольшое стихотворение, маленькая поэма Plut.
Greek Monolingual
τὸ, Α ποίημα, -ατος]
μικρό, ολιγόστιχο ποίημα.
Greek Monotonic
ποιημάτιον: τό, υποκορ. του ποιήματος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ποίημα, Πλουτ. Κικ. 2, Λογγῖν. 33. 5.
Middle Liddell
ποιημάτιον, ου, τό, [Dim. of ποίημα, Plut.]