Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρδιος

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάρδιος Medium diacritics: περικάρδιος Low diacritics: περικάρδιος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: perikárdios Transliteration B: perikardios Transliteration C: perikardios Beta Code: perika/rdios

English (LSJ)

ον, καρσία) about or around the heart, αἷμα Emp.105.3; χιτών Ruf.Onom.163, Gal.UP6.16 (ὁ π. alone, ibid.); σκέπασμα ib. 18.

German (Pape)

[Seite 578] um das Herz, in der Nähe des Herzens, VLL.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικάρδιος -ον [περί, καρδία] rondom het hart:. αἷμα γὰρ ἀνθρώποις περικάρδιόν ἐστι νόημα want het bloed rond het hart is voor de mens datgene waarmee hij denkt Emp. B 105.3.

Russian (Dvoretsky)

περικάρδιος: околосердечный (αἷμα Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

περικάρδιος: -ον, (καρδία) ὁ πέριξ ἢ πλησίον τῆς καρδίας, αἷμα Ἐμπεδ. 317, Κριτίας 8· -τὸ π., ἡ περὶ τὴν καρδίαν μεμβρᾶνα, χιτών, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από την καρδιά ή κοντά σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καρδία (πρβλ. εγκάρδιος)].